χρυσόχειρες

χρυσόχειρες
χρῡσόχειρες , χρυσόχειρ
with gold on the hands: masc /fem nom /voc pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρυσόχειρες — χρῡσόχειρες , χρυσόχειρ with gold on the hands masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρός — ή, ό / πορφυροῡς, ᾱ, οῡν, ΝΜΑ, και πορφυρός, ά, όν, Μ, και πορφύρεος, έη, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής πορφύρας (α. «πορφυρά ενδύματα» β. «πορφυρά σύννεφα» γ. «πορφύρεον φᾱρος», Ομ. Οδ. δ. «τάπητας πορφυρέους», Ομ. Οδ. ε. «καὶ ἱμάτιον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”